-
1 μετακαλεω
тж. med.1) призывать, вызывать(ὅ ἰατρὸς μετακληθείς Luc.; ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες, ὁπόθεν δεῦρο μετεκλήθην Plat.)
2) отзывать обратно, возвращать(τὰς ναῦς προανηγμένας Thuc.; τινὰ ἀπό τινος Polyb.; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως Diod.)
-
2 προαναγομαι
первым выходить в море